Το απόγευμα της Δευτέρας, 28 Μαΐου, ήταν καθαρό και λαμπερό. Καθώς ο ήλιος άρχισε να δύει προς το δυτικό ορίζοντα, έλαμπε κατ’ ευθείαν επάνω στα πρόσωπα των υπερασπιστών στα τείχη, σχεδόν τυφλώνοντάς τους. Αυτή ήταν η ώρα που ξεκίνησε η δραστηριότητα στο τουρκικό στρατόπεδο. Άνδρες παρουσιάστηκαν κατά χιλιάδες για να ολοκληρώσουν το παραγέμισμα της τάφρου, ενώ άλλοι έφερναν κανόνια και πολεμικές μηχανές. Λίγο μετά τη δύση ο ουρανός συννέφιασε και έπεσε μια ραγδαία βροχή. Αλλά οι εργασίες συνεχίστηκαν χωρίς διακοπή, και οι Χριστιανοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για να τις σταματήσουν. Περίπου στις μιάμιση το πρωί ο σουλτάνος έκρινε ότι όλα ήταν έτοιμα και έδωσε τη διαταγή για την επίθεση.
Ο ξαφνικός θόρυβος ήταν τρομακτικός. Σε όλη την έκταση της γραμμής των τειχών οι Τούρκοι όρμησαν στην επίθεση, βγάζοντας τις πολεμικές κραυγές τους, ενώ τους παρότρυναν τύμπανα, σάλπιγγες και φλογέρες. Τα χριστιανικά στρατεύματα περίμεναν σιωπηλά, όταν όμως οι φρουροί στους πύργους έδωσαν το σύνθημα του συναγερμού, οι εκκλησίες κοντά στα τείχη άρχισαν να κτυπούν τις καμπάνες τους, και η μία εκκλησία μετά την άλλη στην πόλη μετέδιδε τον ήχο του συναγερμού, μέχρις ότου σήμαινε κάθε καμπαναριό. Τρία μίλια πιο μακριά, στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, οι πιστοί ήξεραν ότι η μάχη είχε αρχίσει. Κάθε άνδρας σε μάχιμη ηλικία επέστρεψε στη θέση του, και οι γυναίκες, μεταξύ τους και μοναχές, έσπευσαν στα τείχη για να βοηθήσουν στη μεταφορά λίθων και δοκαριών για την ενίσχυση των αμυντικών έργων, καθώς και κουβάδων με νερό για να φρεσκαριστούν οι υπερασπιστές. Οι γέροι και τα παιδιά βγήκαν από τα σπίτια τους και συνωστίστηκαν μέσα στις εκκλησίες, πιστεύοντας ότι οι άγιοι και οι άγγελοι θα τους προστάτευαν. Μερικοί πήγαν στις ενοριακές τους εκκλησίες, άλλοι στην ψηλή εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας, κοντά στον Κεράτιο. Την Τρίτη ήταν η γιορτή της, και το κτίριο ήταν διακοσμημένο με τριαντάφυλλα που είχαν περισυλλεγεί από τους κήπους και τους φράχτες. Σίγουρα εκείνη δεν θα εγκατέλειπε τους πιστούς της. Άλλοι επέστρεψαν στη μεγάλη μητρόπολη, ενθυμούμενοι μια παλιά προφητεία που έλεγε ότι, μολονότι οι άπιστοι μπορεί να έμπαιναν μέσα στην πόλη μέχρι το ιερό κτίριο, εκεί θα εμφανιζόταν ένας Άγγελος Κυρίου και θα τους απωθούσε με την αστραφτερή ρομφαία του μέχρι τον όλεθρό τους. Σε όλη τη διάρκεια των σκοτεινών ωρών πριν από την αυγή τα εκκλησιάσματα περίμεναν και προσεύχονταν.
Στα τείχη δεν υπήρχε χρόνος για προσευχές. Ο σουλτάνος είχε προετοιμάσει τα σχέδιά του με προσοχή. Παρά τα αλαζονικά λόγια του προς το στρατό του, η εμπειρία του τού είχε δείξει να σέβεται τον εχθρό. Σ’ αυτή την περίπτωση θα τους καταπονούσε προτού διακινδυνεύσει τα καλύτερα στρατεύματά του στη μάχη. Πρώτους έστειλε στη μάχη τους άτακτούς του, τους βαζιβουζούκους. Υπήρχαν πολλές χιλιάδες από αυτούς, τυχοδιώκτες από κάθε χώρα και φυλή, πολλοί Τούρκοι, αλλά πολύ περισσότεροι από χριστιανικές χώρες, Σλάβοι, Ούγγροι, Γερμανοί, Ιταλοί, ακόμη και Έλληνες, όλοι τους έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον των ομοθρήσκων τους Χριστιανών έναντι της αμοιβής που τους έδινε ο σουλτάνος και των λαφύρων που τους υποσχόταν. Οι περισσότεροι από αυτούς έφερναν τα δικά τους όπλα, που ήταν ένα περίεργο μίγμα από γιαταγάνια και σφεντόνες, τόξα και μερικά 97 αρκεβούζια. Σ’ αυτούς είχε διανεμηθεί και ένας μεγάλος αριθμός από σκάλες. Ήταν αναξιόπιστα στρατεύματα, εξαιρετικά κατά την πρώτη τους έφοδο, αλλά τα οποία αποθαρρύνονταν εύκολα εάν δεν πετύχαιναν αμέσως. Γνωρίζοντας αυτή την αδυναμία ο Μωάμεθ τοποθέτησε πίσω τους μια γραμμή από άνδρες της στρατιωτικής αστυνομίας, οπλισμένους με μαστίγια και ρόπαλα, που είχαν διαταγές να τους παρακινούν και να κτυπούν και να δέρνουν οποιονδήποτε έδειχνε σημάδια ταλάντευσης. Πίσω από τη στρατονομία ήταν οι γενίτσαροι του σουλτάνου. Εάν κανείς φοβισμένος άτακτος άνοιγε δρόμο μέσα από την αστυνομία, έπρεπε να τον πετσοκόψουν με τα γιαταγάνια τους.
Η επίθεση των βαζιβουζούκων εκτοξεύθηκε σε όλο το μήκος της γραμμής, αλλά άσκησε έντονη πίεση μόνο στην κοιλάδα του Λύκου. Σε άλλα σημεία τα τείχη εξακολουθούσαν να είναι πολύ γερά, και οι επιθέσεις εναντίον τους απέβλεπαν κυρίως να απασχολήσουν τους αμυνόμενους από το να ενισχύσουν τους συντρόφους τους στο ζωτικό τομέα. Εκεί ο αγώνας ήταν σκληρός. Οι βαζιβουζούκοι αντιμετώπιζαν στρατιώτες πολύ καλύτερα εξοπλισμένους και πολύ καλύτερα εκπαιδευμένους από τους ίδιους, ενώ επιπλέον μειονεκτούσαν και λόγω των αριθμών τους. Ήταν συνεχώς ο ένας μέσα στα πόδια του άλλου. Οι πέτρες που εκτοξεύονταν εναντίον τους μπορούσαν να σκοτώσουν ή να τραυματίσουν πολλούς ταυτόχρονα. Αν και μερικοί δοκίμασαν να υποχωρήσουν, οι περισσότεροι συνέχιζαν, ακουμπώντας τις σκάλες τους στα τείχη και στο φράχτη και σκαρφαλώνοντας, για να σφαγιαστούν προτού φθάσουν στην κορυφή. Ο Τζουστινιάνι και όλοι οι Έλληνες και οι Ιταλοί του ήταν εξοπλισμένοι με όλα τα μουσκέτα και τις βομβάρδες που μπορούσαν να βρεθούν στην πόλη. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας έσπευσε να τους ενθαρρύνει. Μετά από περίπου δύο ώρες αγώνα ο Μωάμεθ διέταξε τους βαζιβουζούκους να αποσυρθούν. Είχαν συγκρατηθεί και αποκρουστεί, αλλά είχαν εκπληρώσει το σκοπό τους να καταπονήσουν τον εχθρό.
Μερικοί Χριστιανοί ήλπισαν ότι αυτή ενδεχομένως ήταν μια μεμονωμένη νυκτερινή επίθεση, με σκοπό να δοκιμάσει τη δύναμή τους, και όλοι τους ήλπιζαν για μια στιγμή ανάπαυσης. Δεν τους δόθηκε. Μόλις είχαν προλάβει να ανασυγκροτήσουν τις γραμμές τους και να αντικαταστήσουν τα δοκάρια και τα βαρέλια με χώμα στο φράχτη, όταν εκτοξεύθηκε μια δεύτερη επίθεση. Συντάγματα από Τούρκους της Ανατολίας από το στρατό του Ισάκ, που αναγνωρίζονταν εύκολα από ιδιαίτερες στολές και τους θώρακές τους, εξόρμησαν κατηφορίζοντας από το λόφο έξω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού για το κοινό, προς την κοιλάδα, και στράφηκαν ώστε να βρεθούν αντιμέτωποι με το φράχτη. Για άλλη μια φορά οι καμπάνες των εκκλησιών κοντά στα τείχη κτύπησαν για να δώσουν το σημείο του συναγερμού. Αλλά ο ήχος πνίγηκε από το βρόντο του μεγάλου κανονιού του Ουρβανού και των ομοίων του, καθώς ξανάρχισαν να σφυροκοπούν τα τείχη. Μέσα σε λίγα λεπτά οι Ανατολίτες είχαν ριχτεί στην επίθεση. Αντίθετα με τους ατάκτους ήταν καλά εξοπλισμένοι και πειθαρχημένοι, όλοι τους ευσεβείς Μωαμεθανοί, διψασμένοι για τη δόξα να είναι οι πρώτοι που θα έμπαιναν στη χριστιανική πόλη. Με την άγρια μουσική των σαλπιγκτών και των φλαουτιστών να τους ενθαρρύνει, ρίχτηκαν στο φράχτη, σκαρφαλώνοντας ο ένας επάνω στους ώμους του άλλου στις προσπάθειές τους να ακουμπήσουν τις σκάλες τους επάνω στο φράχτη και να ανοίξουν το δρόμο τους προς την κορυφή. Στο αμυδρό φως των πυρσών, με τα σύννεφα να σκεπάζουν συνεχώς το φεγγάρι, ήταν δύσκολο να δει κανείς τι συνέβαινε. Οι Ανατολίτες, όπως και οι άτακτοι πριν από αυτούς, μειονεκτούσαν σε εκείνο 98 το στενό μέτωπο λόγω των αριθμών τους. Η πειθαρχία και η επιμονή τους απλά έκανε τις απώλειές τους βαρύτερες, καθώς οι αμυνόμενοι τους πετούσαν πέτρες και απωθούσαν τις σκάλες τους, ή πολεμούσαν εναντίον τους σώμα με σώμα. Περίπου μία ώρα πριν από την αυγή, όταν αυτή η δεύτερη επίθεση άρχιζε να παραπαίει, ένα βλήμα από το κανόνι του Ουρβανού προσγειώθηκε εντελώς επάνω στο φράχτη, γκρεμίζοντάς τον σε έκταση αρκετών μέτρων. Σηκώθηκε ένα σύννεφο σκόνης καθώς τα μπάζα και το χώμα τινάχθηκαν στον αέρα, και ο μαύρος καπνός της πυρίτιδας τύφλωσε τους αμυνόμενους. Μια ομάδα από τριακόσιους Ανατολίτες όρμησε προς το άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί, κραυγάζοντας ότι η πόλη ήταν δική τους. Αλλά, με τον αυτοκράτορα επικεφαλής τους, οι Χριστιανοί τους περικύκλωσαν, σφαγιάζοντας το μεγαλύτερο μέρος και απωθώντας τους υπόλοιπους πίσω στην τάφρο. Η ανάσχεση προκάλεσε σύγχυση στους Ανατολίτες. Η επίθεση ανακλήθηκε, και αποσύρθηκαν στις γραμμές τους. Με θριαμβευτικές κραυγές οι αμυνόμενοι καταπιάστηκαν και πάλι με την επισκευή του φράχτη.
Οι Τούρκοι δεν είχαν μεγαλύτερη επιτυχία σε άλλους τομείς. Κατά μήκος του νοτίου τμήματος των χερσαίων τειχών ο Ισάκ κατόρθωσε να ασκήσει επαρκή πίεση ώστε να αποτρέψει τους υπερασπιστές να μετακινήσουν άνδρες στην κοιλάδα του Λύκου, αλλά, με τα καλύτερα στρατεύματά του να έχουν μετακινηθεί για να πολεμήσουν εκεί, δεν μπορούσε να κάνει σοβαρή επίθεση. Κατά μήκος της Προποντίδας ο Χαμζά μπέης δυσκολευόταν να φέρει τα πλοία του κοντά στην ακτή. Τα λίγα αποβατικά αγήματα που κατόρθωσε να στείλει αποκρούστηκαν εύκολα από τους μοναχούς στους οποίους είχαν αναθέσει την άμυνα, ή από τον πρίγκιπα Ορχάν και τους οπαδούς του. Σε όλο το μήκος του Κερατίου έγιναν προσποιήσεις, αλλά καμία πραγματική απόπειρα επίθεσης. Γύρω από τη συνοικία των Βλαχερνών ο αγώνας ήταν πιο σκληρός. Στο χαμηλότερο σημείο, κοντά στο λιμάνι, τα στρατεύματα που είχε μεταφέρει ο Ζαγανός επάνω από τη γέφυρα έκαναν συνεχείς επιθέσεις, όπως και οι άνδρες του Καρατζά πασά, ψηλότερα στην πλαγιά. Αλλά ο Μινόττο και οι Βενετοί του μπόρεσαν να κρατήσουν τον τομέα τους στα τείχη απέναντι στο Ζαγανός, και οι αδελφοί Μποκκιάρντι απέναντι στον Καρατζά.
Ο σουλτάνος λέγεται ότι αγανάκτησε για την αποτυχία των Ανατολιτών. Είναι όμως πιθανό ότι πρόθεσή του και με αυτούς, όπως και με τους ατάκτους πριν από εκείνους, ήταν να καταπονήσει τον εχθρό παρά να μπουν οι ίδιοι στην πόλη. Είχε υποσχεθεί ένα μεγάλο βραβείο για τον πρώτο στρατιώτη που θα περνούσε το φράχτη με επιτυχία, και επιθυμούσε αυτό το προνόμιο να καταλήξει σε κάποιο μέλος του δικού του ευνοούμενου συντάγματος, των γενιτσάρων του. Τώρα είχε έλθει η ώρα να μπουν και εκείνοι στη μάχη. Ήταν ανήσυχος, γιατί εάν αποτύγχαναν κι αυτοί θα ήταν δύσκολο να συνεχίσει την πολιορκία. Έδωσε τις διαταγές γρήγορα. Προτού οι Χριστιανοί βρουν χρόνο να φρεσκαριστούν και να κάνουν μερικές χονδρικές επισκευές στο φράχτη, έπεσε επάνω τους μια βροχή από βλήματα, βέλη, ακόντια, πέτρες και σφαίρες, ενώ πίσω από τη βροχή οι γενίτσαροι προέλαυναν βιαστικά, χωρίς να ορμούν παράτολμα, όπως είχαν κάνει οι βαζιβουζούκοι και οι Ανατολίτες, αλλά διατηρώντας τις γραμμές τους σε απόλυτη τάξη, αδιάσπαστες από τα βλήματα του εχθρού. Η πολεμική μουσική που τους παρότρυνε ήταν τόσο δυνατή ώστε ο ήχος μπορούσε να ακούγεται μέσα από τις βροντές των κανονιών από την άλλη πλευρά του Βοσπόρου. Τους οδήγησε ο ίδιος ο Μωάμεθ μέχρι 99 την τάφρο και στάθηκε εκεί φωνάζοντας ενθαρρυντικά καθώς τον προσπερνούσαν. Το ένα κύμα μετά το άλλο από αυτούς τους φρέσκους, υπέροχους και ισχυρά εξοπλισμένους άνδρες ορμούσε στο φράχτη, για να ξηλώσει τα βαρέλια με το χώμα που στέκονταν επάνω του, για να κόψει τα δοκάρια που τον στήριζαν και για να ακουμπήσει τις σκάλες του επάνω του στα σημεία όπου δεν ήταν δυνατό να γκρεμιστεί, κάθε κύμα παραμερίζοντας χωρίς πανικό για το επόμενο. Οι Χριστιανοί ήταν εξουθενωμένοι. Είχαν πολεμήσει για περισσότερες από τέσσερις ώρες με μόνο μερικές στιγμές ανάπαυσης, αλλά πολεμούσαν με απελπισία, γνωρίζοντας ότι εάν έκαναν πίσω, αυτό θα ήταν το τέλος. Πίσω τους στην πόλη οι καμπάνες των εκκλησιών σήμαιναν και πάλι, και στον ουρανό υψώθηκε ένα μεγάλο μουρμούρισμα προσευχών.
Τώρα ο αγώνας στο φράχτη γινόταν σώμα με σώμα. Επί περίπου μία ώρα οι γενίτσαροι δεν μπορούσαν να ανοίξουν δρόμο. Οι Χριστιανοί άρχισαν να πιστεύουν ότι η επίθεση εξασθενούσε κάπως. Αλλά η μοίρα ήταν εναντίον τους. Στη γωνία του τείχους των Βλαχερνών, ακριβώς προτού ενωθεί με το διπλό Θεοδοσιανό τείχος, υπήρχε, μισοκρυμμένη σε έναν πύργο, μια μικρή πύλη εξόδου γνωστή ως Κερκόπορτα. Είχε κλειστεί πριν από πολλά χρόνια, αλλά οι γέροι τη θυμούνταν. Ακριβώς πριν από την έναρξη της πολιορκίας την είχαν ξανανοίξει, για να διευκολύνει τις εξόδους στα πλευρά του εχθρού. Στη διάρκεια του αγώνα οι Μποκκιάρντι και οι άνδρες τους την είχαν χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά εναντίον των στρατευμάτων του Καρατζά πασά. Αλλά τώρα κάποιος, κατά την επιστροφή του από μια έξοδο, ξέχασε να αμπαρώσει τη μικρή πύλη πίσω του. Μερικοί Τούρκοι παρατήρησαν το άνοιγμα, όρμησαν μέσα από αυτό στην αυλή πίσω του και άρχισαν να ανεβαίνουν μια σκάλα που οδηγούσε στο ανώτερο σημείο του τείχους. Οι Χριστιανοί που βρίσκονταν ακριβώς έξω από την πύλη είδαν τι συνέβαινε και μαζεύτηκαν πίσω για να ξαναπάρουν τον έλεγχό της και να εμποδίσουν άλλους Τούρκους να τους ακολουθήσουν. Μέσα στη σύγχυση περίπου πενήντα Τούρκοι παρέμειναν μέσα από το τείχος, όπου θα μπορούσαν να είχαν περικυκλωθεί και εξοντωθεί, εάν εκείνη τη στιγμή δεν είχε συμβεί μια χειρότερη καταστροφή.
Ήταν ακριβώς πριν από την ανατολή όταν μια βολή βομβάρδας χτύπησε από μικρή απόσταση τον Τζουστινιάνι και διαπέρασε το θώρακά του. Εκείνος, αιμορραγώντας ασταμάτητα και προφανώς πονώντας πολύ, παρακάλεσε τους άνδρες του να τον απομακρύνουν από το πεδίο της μάχης. Ένας από αυτούς πήγε στον αυτοκράτορα που πολεμούσε εκεί κοντά για να ζητήσει το κλειδί μιας μικρής πύλης που οδηγούσε μέσα από το εσωτερικό τείχος. Ο Κωνσταντίνος έσπευσε στο πλευρό του για να τον παρακαλέσει να μην εγκαταλείψει τη θέση του. Αλλά το κουράγιο του Τζουστινιάνι τον είχε εγκαταλείψει, και επέμενε να φύγει. Η πύλη άνοιξε και ο σωματοφύλακάς του τον μετέφερε στην πόλη, μέσα από τους δρόμους, κάτω στο λιμάνι. Τα στρατεύματά του παρατήρησαν την αναχώρησή του. Μερικοί ίσως πίστεψαν ότι είχε υποχωρήσει προκειμένου να υπερασπιστεί το εσωτερικό τείχος, αλλά οι περισσότεροι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μάχη είχε χαθεί. Κάποιος φώναξε με τρόμο ότι οι Τούρκοι είχαν διαβεί το τείχος. Προτού προλάβουν να ξανακλείσουν τη μικρή πύλη οι Γενοβέζοι πέρασαν σύσσωμοι από αυτήν. Ο αυτοκράτορας και οι Έλληνες παρέμειναν μόνοι στο πεδίο της μάχης.
Από το άλλο σημείο της τάφρου ο σουλτάνος αντιλήφθηκε τον πανικό. Φωνάζοντας: ≪η πόλη είναι δική μας≫, διέταξε τους γενιτσάρους να ξαναεπιτεθούν και έκανε σινιάλο σε ένα λόχο με 100 επικεφαλής ένα γίγαντα που τον έλεγαν Χασάν. Ο Χασάν άνοιξε δρόμο με το σπαθί του επάνω από το ψηλότερο σημείο του σπασμένου φράχτη και θεωρήθηκε ότι είχε κερδίσει το βραβείο. Τον ακολούθησαν περίπου τριάντα γενίτσαροι. Οι Έλληνες αντεπιτέθηκαν. Ο ίδιος ο Χασάν έπεσε στα γόνατα από ένα χτύπημα από πέτρα και σφαγιάστηκε, ενώ δεκαεπτά σύντροφοί του χάθηκαν μαζί του. Αλλά οι υπόλοιποι κράτησαν τις θέσεις τους επάνω στο φράχτη. Οι Έλληνες αντιστέκονταν πεισματικά, αλλά το βάρος των αριθμών τους έσπρωξε πίσω προς το εσωτερικό τείχος. Μπροστά από αυτό βρισκόταν ένα άλλο χαντάκι που είχε εκβαθυνθεί σε ορισμένα σημεία για να πάρουν χώμα προκειμένου να ενισχύσουν το φράχτη. Πολλοί Έλληνες σπρώχτηκαν πίσω, μέσα σε αυτές τις τρύπες και δεν μπορούσαν να βγουν εύκολα έξω, με το μεγάλο εσωτερικό τείχος να υψώνεται πίσω τους. Οι Τούρκοι, που τώρα ήταν στην κορυφή του φράχτη, τους πυροβολούσαν από ψηλά και τους έσφαξαν. Σύντομα πολλοί γενίτσαροι έφθασαν στο εσωτερικό τείχος και σκαρφάλωσαν χωρίς αντίσταση. Ξαφνικά κάποιος κοίταξε ψηλά και είδε τουρκικές σημαίες να κυματίζουν στον πύργο επάνω από την Κερκόπορτα. Ακούστηκε η κραυγή: «η πόλις εάλω».
Ενόσω παρακαλούσε τον Τζουστινιάνι, ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε την είσοδο των Τούρκων μέσα από την Κερκόπορτα. Έσπευσε αμέσως εκεί, αλλά έφθασε πολύ αργά. Μερικοί από τους Γενοβέζους εκεί είχαν καταληφθεί από πανικό. Μέσα στη σύγχυση ήταν αδύνατο να κλείσουν την πόρτα. Οι Τούρκοι ξεχύθηκαν μέσα από αυτήν, και τώρα οι άνδρες των Μποκκιάρντι ήταν πολύ λίγοι για να τους απωθήσουν. Ο Κωνσταντίνος έστρεψε το άλογό του και κάλπασε πίσω στην κοιλάδα του Λύκου και στα ανοίγματα στο φράχτη. Μαζί του βρισκόταν ο γενναίος Ισπανός που ισχυριζόταν ότι ήταν εξάδελφός του, ο δον Φρανσίσκο από το Τολέδο, ο πραγματικός του εξάδελφος, Θεόφιλος Παλαιολόγος, και ένας πιστός συμπολεμιστής, ο Ιωάννης Δαλμάτης. Μαζί προσπάθησαν, αλλά μάταια, να συσπειρώσουν τους Έλληνες. Η σφαγή ήταν πολύ μεγάλη. Κατέβηκαν από τα άλογά τους και για μερικά λεπτά οι τέσσερις τους κράτησαν την πρόσβαση προς την πύλη από την οποία είχε μεταφερθεί ο Τζουστινιάνι. Η πύλη είχε φρακάρει από χριστιανούς στρατιώτες που προσπαθούσαν να διαφύγουν, καθώς έπεφταν επάνω τους όλο και περισσότεροι γενίτσαροι. Ο Θεόφιλος φώναξε ότι προτιμούσε να πεθάνει παρά να ζει και εξαφανίστηκε μέσα στις ορδές που κατέφθαναν. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος γνώριζε τώρα ότι η αυτοκρατορία ήταν χαμένη, και δεν επιθυμούσε να ζήσει περισσότερο από αυτήν. Πέταξε από πάνω του τα αυτοκρατορικά του εμβλήματα και με το δον Φρανσίσκο και τον Ιωάννη Δαλμάτη στο πλευρό του ακολούθησε το Θεόφιλο. Δεν τον ξαναείδαν πια…
Ο ξαφνικός θόρυβος ήταν τρομακτικός. Σε όλη την έκταση της γραμμής των τειχών οι Τούρκοι όρμησαν στην επίθεση, βγάζοντας τις πολεμικές κραυγές τους, ενώ τους παρότρυναν τύμπανα, σάλπιγγες και φλογέρες. Τα χριστιανικά στρατεύματα περίμεναν σιωπηλά, όταν όμως οι φρουροί στους πύργους έδωσαν το σύνθημα του συναγερμού, οι εκκλησίες κοντά στα τείχη άρχισαν να κτυπούν τις καμπάνες τους, και η μία εκκλησία μετά την άλλη στην πόλη μετέδιδε τον ήχο του συναγερμού, μέχρις ότου σήμαινε κάθε καμπαναριό. Τρία μίλια πιο μακριά, στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, οι πιστοί ήξεραν ότι η μάχη είχε αρχίσει. Κάθε άνδρας σε μάχιμη ηλικία επέστρεψε στη θέση του, και οι γυναίκες, μεταξύ τους και μοναχές, έσπευσαν στα τείχη για να βοηθήσουν στη μεταφορά λίθων και δοκαριών για την ενίσχυση των αμυντικών έργων, καθώς και κουβάδων με νερό για να φρεσκαριστούν οι υπερασπιστές. Οι γέροι και τα παιδιά βγήκαν από τα σπίτια τους και συνωστίστηκαν μέσα στις εκκλησίες, πιστεύοντας ότι οι άγιοι και οι άγγελοι θα τους προστάτευαν. Μερικοί πήγαν στις ενοριακές τους εκκλησίες, άλλοι στην ψηλή εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας, κοντά στον Κεράτιο. Την Τρίτη ήταν η γιορτή της, και το κτίριο ήταν διακοσμημένο με τριαντάφυλλα που είχαν περισυλλεγεί από τους κήπους και τους φράχτες. Σίγουρα εκείνη δεν θα εγκατέλειπε τους πιστούς της. Άλλοι επέστρεψαν στη μεγάλη μητρόπολη, ενθυμούμενοι μια παλιά προφητεία που έλεγε ότι, μολονότι οι άπιστοι μπορεί να έμπαιναν μέσα στην πόλη μέχρι το ιερό κτίριο, εκεί θα εμφανιζόταν ένας Άγγελος Κυρίου και θα τους απωθούσε με την αστραφτερή ρομφαία του μέχρι τον όλεθρό τους. Σε όλη τη διάρκεια των σκοτεινών ωρών πριν από την αυγή τα εκκλησιάσματα περίμεναν και προσεύχονταν.
Στα τείχη δεν υπήρχε χρόνος για προσευχές. Ο σουλτάνος είχε προετοιμάσει τα σχέδιά του με προσοχή. Παρά τα αλαζονικά λόγια του προς το στρατό του, η εμπειρία του τού είχε δείξει να σέβεται τον εχθρό. Σ’ αυτή την περίπτωση θα τους καταπονούσε προτού διακινδυνεύσει τα καλύτερα στρατεύματά του στη μάχη. Πρώτους έστειλε στη μάχη τους άτακτούς του, τους βαζιβουζούκους. Υπήρχαν πολλές χιλιάδες από αυτούς, τυχοδιώκτες από κάθε χώρα και φυλή, πολλοί Τούρκοι, αλλά πολύ περισσότεροι από χριστιανικές χώρες, Σλάβοι, Ούγγροι, Γερμανοί, Ιταλοί, ακόμη και Έλληνες, όλοι τους έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον των ομοθρήσκων τους Χριστιανών έναντι της αμοιβής που τους έδινε ο σουλτάνος και των λαφύρων που τους υποσχόταν. Οι περισσότεροι από αυτούς έφερναν τα δικά τους όπλα, που ήταν ένα περίεργο μίγμα από γιαταγάνια και σφεντόνες, τόξα και μερικά 97 αρκεβούζια. Σ’ αυτούς είχε διανεμηθεί και ένας μεγάλος αριθμός από σκάλες. Ήταν αναξιόπιστα στρατεύματα, εξαιρετικά κατά την πρώτη τους έφοδο, αλλά τα οποία αποθαρρύνονταν εύκολα εάν δεν πετύχαιναν αμέσως. Γνωρίζοντας αυτή την αδυναμία ο Μωάμεθ τοποθέτησε πίσω τους μια γραμμή από άνδρες της στρατιωτικής αστυνομίας, οπλισμένους με μαστίγια και ρόπαλα, που είχαν διαταγές να τους παρακινούν και να κτυπούν και να δέρνουν οποιονδήποτε έδειχνε σημάδια ταλάντευσης. Πίσω από τη στρατονομία ήταν οι γενίτσαροι του σουλτάνου. Εάν κανείς φοβισμένος άτακτος άνοιγε δρόμο μέσα από την αστυνομία, έπρεπε να τον πετσοκόψουν με τα γιαταγάνια τους.
Η επίθεση των βαζιβουζούκων εκτοξεύθηκε σε όλο το μήκος της γραμμής, αλλά άσκησε έντονη πίεση μόνο στην κοιλάδα του Λύκου. Σε άλλα σημεία τα τείχη εξακολουθούσαν να είναι πολύ γερά, και οι επιθέσεις εναντίον τους απέβλεπαν κυρίως να απασχολήσουν τους αμυνόμενους από το να ενισχύσουν τους συντρόφους τους στο ζωτικό τομέα. Εκεί ο αγώνας ήταν σκληρός. Οι βαζιβουζούκοι αντιμετώπιζαν στρατιώτες πολύ καλύτερα εξοπλισμένους και πολύ καλύτερα εκπαιδευμένους από τους ίδιους, ενώ επιπλέον μειονεκτούσαν και λόγω των αριθμών τους. Ήταν συνεχώς ο ένας μέσα στα πόδια του άλλου. Οι πέτρες που εκτοξεύονταν εναντίον τους μπορούσαν να σκοτώσουν ή να τραυματίσουν πολλούς ταυτόχρονα. Αν και μερικοί δοκίμασαν να υποχωρήσουν, οι περισσότεροι συνέχιζαν, ακουμπώντας τις σκάλες τους στα τείχη και στο φράχτη και σκαρφαλώνοντας, για να σφαγιαστούν προτού φθάσουν στην κορυφή. Ο Τζουστινιάνι και όλοι οι Έλληνες και οι Ιταλοί του ήταν εξοπλισμένοι με όλα τα μουσκέτα και τις βομβάρδες που μπορούσαν να βρεθούν στην πόλη. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας έσπευσε να τους ενθαρρύνει. Μετά από περίπου δύο ώρες αγώνα ο Μωάμεθ διέταξε τους βαζιβουζούκους να αποσυρθούν. Είχαν συγκρατηθεί και αποκρουστεί, αλλά είχαν εκπληρώσει το σκοπό τους να καταπονήσουν τον εχθρό.
Μερικοί Χριστιανοί ήλπισαν ότι αυτή ενδεχομένως ήταν μια μεμονωμένη νυκτερινή επίθεση, με σκοπό να δοκιμάσει τη δύναμή τους, και όλοι τους ήλπιζαν για μια στιγμή ανάπαυσης. Δεν τους δόθηκε. Μόλις είχαν προλάβει να ανασυγκροτήσουν τις γραμμές τους και να αντικαταστήσουν τα δοκάρια και τα βαρέλια με χώμα στο φράχτη, όταν εκτοξεύθηκε μια δεύτερη επίθεση. Συντάγματα από Τούρκους της Ανατολίας από το στρατό του Ισάκ, που αναγνωρίζονταν εύκολα από ιδιαίτερες στολές και τους θώρακές τους, εξόρμησαν κατηφορίζοντας από το λόφο έξω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού για το κοινό, προς την κοιλάδα, και στράφηκαν ώστε να βρεθούν αντιμέτωποι με το φράχτη. Για άλλη μια φορά οι καμπάνες των εκκλησιών κοντά στα τείχη κτύπησαν για να δώσουν το σημείο του συναγερμού. Αλλά ο ήχος πνίγηκε από το βρόντο του μεγάλου κανονιού του Ουρβανού και των ομοίων του, καθώς ξανάρχισαν να σφυροκοπούν τα τείχη. Μέσα σε λίγα λεπτά οι Ανατολίτες είχαν ριχτεί στην επίθεση. Αντίθετα με τους ατάκτους ήταν καλά εξοπλισμένοι και πειθαρχημένοι, όλοι τους ευσεβείς Μωαμεθανοί, διψασμένοι για τη δόξα να είναι οι πρώτοι που θα έμπαιναν στη χριστιανική πόλη. Με την άγρια μουσική των σαλπιγκτών και των φλαουτιστών να τους ενθαρρύνει, ρίχτηκαν στο φράχτη, σκαρφαλώνοντας ο ένας επάνω στους ώμους του άλλου στις προσπάθειές τους να ακουμπήσουν τις σκάλες τους επάνω στο φράχτη και να ανοίξουν το δρόμο τους προς την κορυφή. Στο αμυδρό φως των πυρσών, με τα σύννεφα να σκεπάζουν συνεχώς το φεγγάρι, ήταν δύσκολο να δει κανείς τι συνέβαινε. Οι Ανατολίτες, όπως και οι άτακτοι πριν από αυτούς, μειονεκτούσαν σε εκείνο 98 το στενό μέτωπο λόγω των αριθμών τους. Η πειθαρχία και η επιμονή τους απλά έκανε τις απώλειές τους βαρύτερες, καθώς οι αμυνόμενοι τους πετούσαν πέτρες και απωθούσαν τις σκάλες τους, ή πολεμούσαν εναντίον τους σώμα με σώμα. Περίπου μία ώρα πριν από την αυγή, όταν αυτή η δεύτερη επίθεση άρχιζε να παραπαίει, ένα βλήμα από το κανόνι του Ουρβανού προσγειώθηκε εντελώς επάνω στο φράχτη, γκρεμίζοντάς τον σε έκταση αρκετών μέτρων. Σηκώθηκε ένα σύννεφο σκόνης καθώς τα μπάζα και το χώμα τινάχθηκαν στον αέρα, και ο μαύρος καπνός της πυρίτιδας τύφλωσε τους αμυνόμενους. Μια ομάδα από τριακόσιους Ανατολίτες όρμησε προς το άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί, κραυγάζοντας ότι η πόλη ήταν δική τους. Αλλά, με τον αυτοκράτορα επικεφαλής τους, οι Χριστιανοί τους περικύκλωσαν, σφαγιάζοντας το μεγαλύτερο μέρος και απωθώντας τους υπόλοιπους πίσω στην τάφρο. Η ανάσχεση προκάλεσε σύγχυση στους Ανατολίτες. Η επίθεση ανακλήθηκε, και αποσύρθηκαν στις γραμμές τους. Με θριαμβευτικές κραυγές οι αμυνόμενοι καταπιάστηκαν και πάλι με την επισκευή του φράχτη.
Οι Τούρκοι δεν είχαν μεγαλύτερη επιτυχία σε άλλους τομείς. Κατά μήκος του νοτίου τμήματος των χερσαίων τειχών ο Ισάκ κατόρθωσε να ασκήσει επαρκή πίεση ώστε να αποτρέψει τους υπερασπιστές να μετακινήσουν άνδρες στην κοιλάδα του Λύκου, αλλά, με τα καλύτερα στρατεύματά του να έχουν μετακινηθεί για να πολεμήσουν εκεί, δεν μπορούσε να κάνει σοβαρή επίθεση. Κατά μήκος της Προποντίδας ο Χαμζά μπέης δυσκολευόταν να φέρει τα πλοία του κοντά στην ακτή. Τα λίγα αποβατικά αγήματα που κατόρθωσε να στείλει αποκρούστηκαν εύκολα από τους μοναχούς στους οποίους είχαν αναθέσει την άμυνα, ή από τον πρίγκιπα Ορχάν και τους οπαδούς του. Σε όλο το μήκος του Κερατίου έγιναν προσποιήσεις, αλλά καμία πραγματική απόπειρα επίθεσης. Γύρω από τη συνοικία των Βλαχερνών ο αγώνας ήταν πιο σκληρός. Στο χαμηλότερο σημείο, κοντά στο λιμάνι, τα στρατεύματα που είχε μεταφέρει ο Ζαγανός επάνω από τη γέφυρα έκαναν συνεχείς επιθέσεις, όπως και οι άνδρες του Καρατζά πασά, ψηλότερα στην πλαγιά. Αλλά ο Μινόττο και οι Βενετοί του μπόρεσαν να κρατήσουν τον τομέα τους στα τείχη απέναντι στο Ζαγανός, και οι αδελφοί Μποκκιάρντι απέναντι στον Καρατζά.
Ο σουλτάνος λέγεται ότι αγανάκτησε για την αποτυχία των Ανατολιτών. Είναι όμως πιθανό ότι πρόθεσή του και με αυτούς, όπως και με τους ατάκτους πριν από εκείνους, ήταν να καταπονήσει τον εχθρό παρά να μπουν οι ίδιοι στην πόλη. Είχε υποσχεθεί ένα μεγάλο βραβείο για τον πρώτο στρατιώτη που θα περνούσε το φράχτη με επιτυχία, και επιθυμούσε αυτό το προνόμιο να καταλήξει σε κάποιο μέλος του δικού του ευνοούμενου συντάγματος, των γενιτσάρων του. Τώρα είχε έλθει η ώρα να μπουν και εκείνοι στη μάχη. Ήταν ανήσυχος, γιατί εάν αποτύγχαναν κι αυτοί θα ήταν δύσκολο να συνεχίσει την πολιορκία. Έδωσε τις διαταγές γρήγορα. Προτού οι Χριστιανοί βρουν χρόνο να φρεσκαριστούν και να κάνουν μερικές χονδρικές επισκευές στο φράχτη, έπεσε επάνω τους μια βροχή από βλήματα, βέλη, ακόντια, πέτρες και σφαίρες, ενώ πίσω από τη βροχή οι γενίτσαροι προέλαυναν βιαστικά, χωρίς να ορμούν παράτολμα, όπως είχαν κάνει οι βαζιβουζούκοι και οι Ανατολίτες, αλλά διατηρώντας τις γραμμές τους σε απόλυτη τάξη, αδιάσπαστες από τα βλήματα του εχθρού. Η πολεμική μουσική που τους παρότρυνε ήταν τόσο δυνατή ώστε ο ήχος μπορούσε να ακούγεται μέσα από τις βροντές των κανονιών από την άλλη πλευρά του Βοσπόρου. Τους οδήγησε ο ίδιος ο Μωάμεθ μέχρι 99 την τάφρο και στάθηκε εκεί φωνάζοντας ενθαρρυντικά καθώς τον προσπερνούσαν. Το ένα κύμα μετά το άλλο από αυτούς τους φρέσκους, υπέροχους και ισχυρά εξοπλισμένους άνδρες ορμούσε στο φράχτη, για να ξηλώσει τα βαρέλια με το χώμα που στέκονταν επάνω του, για να κόψει τα δοκάρια που τον στήριζαν και για να ακουμπήσει τις σκάλες του επάνω του στα σημεία όπου δεν ήταν δυνατό να γκρεμιστεί, κάθε κύμα παραμερίζοντας χωρίς πανικό για το επόμενο. Οι Χριστιανοί ήταν εξουθενωμένοι. Είχαν πολεμήσει για περισσότερες από τέσσερις ώρες με μόνο μερικές στιγμές ανάπαυσης, αλλά πολεμούσαν με απελπισία, γνωρίζοντας ότι εάν έκαναν πίσω, αυτό θα ήταν το τέλος. Πίσω τους στην πόλη οι καμπάνες των εκκλησιών σήμαιναν και πάλι, και στον ουρανό υψώθηκε ένα μεγάλο μουρμούρισμα προσευχών.
Τώρα ο αγώνας στο φράχτη γινόταν σώμα με σώμα. Επί περίπου μία ώρα οι γενίτσαροι δεν μπορούσαν να ανοίξουν δρόμο. Οι Χριστιανοί άρχισαν να πιστεύουν ότι η επίθεση εξασθενούσε κάπως. Αλλά η μοίρα ήταν εναντίον τους. Στη γωνία του τείχους των Βλαχερνών, ακριβώς προτού ενωθεί με το διπλό Θεοδοσιανό τείχος, υπήρχε, μισοκρυμμένη σε έναν πύργο, μια μικρή πύλη εξόδου γνωστή ως Κερκόπορτα. Είχε κλειστεί πριν από πολλά χρόνια, αλλά οι γέροι τη θυμούνταν. Ακριβώς πριν από την έναρξη της πολιορκίας την είχαν ξανανοίξει, για να διευκολύνει τις εξόδους στα πλευρά του εχθρού. Στη διάρκεια του αγώνα οι Μποκκιάρντι και οι άνδρες τους την είχαν χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά εναντίον των στρατευμάτων του Καρατζά πασά. Αλλά τώρα κάποιος, κατά την επιστροφή του από μια έξοδο, ξέχασε να αμπαρώσει τη μικρή πύλη πίσω του. Μερικοί Τούρκοι παρατήρησαν το άνοιγμα, όρμησαν μέσα από αυτό στην αυλή πίσω του και άρχισαν να ανεβαίνουν μια σκάλα που οδηγούσε στο ανώτερο σημείο του τείχους. Οι Χριστιανοί που βρίσκονταν ακριβώς έξω από την πύλη είδαν τι συνέβαινε και μαζεύτηκαν πίσω για να ξαναπάρουν τον έλεγχό της και να εμποδίσουν άλλους Τούρκους να τους ακολουθήσουν. Μέσα στη σύγχυση περίπου πενήντα Τούρκοι παρέμειναν μέσα από το τείχος, όπου θα μπορούσαν να είχαν περικυκλωθεί και εξοντωθεί, εάν εκείνη τη στιγμή δεν είχε συμβεί μια χειρότερη καταστροφή.
Ήταν ακριβώς πριν από την ανατολή όταν μια βολή βομβάρδας χτύπησε από μικρή απόσταση τον Τζουστινιάνι και διαπέρασε το θώρακά του. Εκείνος, αιμορραγώντας ασταμάτητα και προφανώς πονώντας πολύ, παρακάλεσε τους άνδρες του να τον απομακρύνουν από το πεδίο της μάχης. Ένας από αυτούς πήγε στον αυτοκράτορα που πολεμούσε εκεί κοντά για να ζητήσει το κλειδί μιας μικρής πύλης που οδηγούσε μέσα από το εσωτερικό τείχος. Ο Κωνσταντίνος έσπευσε στο πλευρό του για να τον παρακαλέσει να μην εγκαταλείψει τη θέση του. Αλλά το κουράγιο του Τζουστινιάνι τον είχε εγκαταλείψει, και επέμενε να φύγει. Η πύλη άνοιξε και ο σωματοφύλακάς του τον μετέφερε στην πόλη, μέσα από τους δρόμους, κάτω στο λιμάνι. Τα στρατεύματά του παρατήρησαν την αναχώρησή του. Μερικοί ίσως πίστεψαν ότι είχε υποχωρήσει προκειμένου να υπερασπιστεί το εσωτερικό τείχος, αλλά οι περισσότεροι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μάχη είχε χαθεί. Κάποιος φώναξε με τρόμο ότι οι Τούρκοι είχαν διαβεί το τείχος. Προτού προλάβουν να ξανακλείσουν τη μικρή πύλη οι Γενοβέζοι πέρασαν σύσσωμοι από αυτήν. Ο αυτοκράτορας και οι Έλληνες παρέμειναν μόνοι στο πεδίο της μάχης.
Από το άλλο σημείο της τάφρου ο σουλτάνος αντιλήφθηκε τον πανικό. Φωνάζοντας: ≪η πόλη είναι δική μας≫, διέταξε τους γενιτσάρους να ξαναεπιτεθούν και έκανε σινιάλο σε ένα λόχο με 100 επικεφαλής ένα γίγαντα που τον έλεγαν Χασάν. Ο Χασάν άνοιξε δρόμο με το σπαθί του επάνω από το ψηλότερο σημείο του σπασμένου φράχτη και θεωρήθηκε ότι είχε κερδίσει το βραβείο. Τον ακολούθησαν περίπου τριάντα γενίτσαροι. Οι Έλληνες αντεπιτέθηκαν. Ο ίδιος ο Χασάν έπεσε στα γόνατα από ένα χτύπημα από πέτρα και σφαγιάστηκε, ενώ δεκαεπτά σύντροφοί του χάθηκαν μαζί του. Αλλά οι υπόλοιποι κράτησαν τις θέσεις τους επάνω στο φράχτη. Οι Έλληνες αντιστέκονταν πεισματικά, αλλά το βάρος των αριθμών τους έσπρωξε πίσω προς το εσωτερικό τείχος. Μπροστά από αυτό βρισκόταν ένα άλλο χαντάκι που είχε εκβαθυνθεί σε ορισμένα σημεία για να πάρουν χώμα προκειμένου να ενισχύσουν το φράχτη. Πολλοί Έλληνες σπρώχτηκαν πίσω, μέσα σε αυτές τις τρύπες και δεν μπορούσαν να βγουν εύκολα έξω, με το μεγάλο εσωτερικό τείχος να υψώνεται πίσω τους. Οι Τούρκοι, που τώρα ήταν στην κορυφή του φράχτη, τους πυροβολούσαν από ψηλά και τους έσφαξαν. Σύντομα πολλοί γενίτσαροι έφθασαν στο εσωτερικό τείχος και σκαρφάλωσαν χωρίς αντίσταση. Ξαφνικά κάποιος κοίταξε ψηλά και είδε τουρκικές σημαίες να κυματίζουν στον πύργο επάνω από την Κερκόπορτα. Ακούστηκε η κραυγή: «η πόλις εάλω».
Ενόσω παρακαλούσε τον Τζουστινιάνι, ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε την είσοδο των Τούρκων μέσα από την Κερκόπορτα. Έσπευσε αμέσως εκεί, αλλά έφθασε πολύ αργά. Μερικοί από τους Γενοβέζους εκεί είχαν καταληφθεί από πανικό. Μέσα στη σύγχυση ήταν αδύνατο να κλείσουν την πόρτα. Οι Τούρκοι ξεχύθηκαν μέσα από αυτήν, και τώρα οι άνδρες των Μποκκιάρντι ήταν πολύ λίγοι για να τους απωθήσουν. Ο Κωνσταντίνος έστρεψε το άλογό του και κάλπασε πίσω στην κοιλάδα του Λύκου και στα ανοίγματα στο φράχτη. Μαζί του βρισκόταν ο γενναίος Ισπανός που ισχυριζόταν ότι ήταν εξάδελφός του, ο δον Φρανσίσκο από το Τολέδο, ο πραγματικός του εξάδελφος, Θεόφιλος Παλαιολόγος, και ένας πιστός συμπολεμιστής, ο Ιωάννης Δαλμάτης. Μαζί προσπάθησαν, αλλά μάταια, να συσπειρώσουν τους Έλληνες. Η σφαγή ήταν πολύ μεγάλη. Κατέβηκαν από τα άλογά τους και για μερικά λεπτά οι τέσσερις τους κράτησαν την πρόσβαση προς την πύλη από την οποία είχε μεταφερθεί ο Τζουστινιάνι. Η πύλη είχε φρακάρει από χριστιανούς στρατιώτες που προσπαθούσαν να διαφύγουν, καθώς έπεφταν επάνω τους όλο και περισσότεροι γενίτσαροι. Ο Θεόφιλος φώναξε ότι προτιμούσε να πεθάνει παρά να ζει και εξαφανίστηκε μέσα στις ορδές που κατέφθαναν. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος γνώριζε τώρα ότι η αυτοκρατορία ήταν χαμένη, και δεν επιθυμούσε να ζήσει περισσότερο από αυτήν. Πέταξε από πάνω του τα αυτοκρατορικά του εμβλήματα και με το δον Φρανσίσκο και τον Ιωάννη Δαλμάτη στο πλευρό του ακολούθησε το Θεόφιλο. Δεν τον ξαναείδαν πια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου